ἰδιώματος

ἰδιώματος
ἰδίωμα
peculiarity
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Iósipos Misiódax — (ou Mœsiodax), (en grec moderne Ιώσηπος Μοισιόδαξ ou Μοισιόδακας), né vers 1725 1730 et mort en 1800, fut un écrivain et savant grec, partisan résolu des Lumières. Il est considéré en Grèce comme l un des « Maîtres de la nation »[1].… …   Wikipédia en Français

  • έχνος — ἔχνος, τὸ (Μ) κάθε ζώο ή ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού κρητικού ιδιώματος < έθνος (πρβλ. πάθνη > παχνί)] …   Dictionary of Greek

  • απόκοπος — Το σπουδαιότερο έργο της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αι. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1519. Πρόκειται για ποίημα 490 στίχων, στο οποίο ο ποιητής αφηγείται την κάθοδό του στον Άδη, όπως την είδε στο όνειρό του. Γλώσσα του είναι η… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

  • παγαία — η ναυτ. μικρό κουπί με σχήμα φτυαριού που δεν προσδένεται σε σκαλμό, αλλά βυθίζεται με το χέρι κάθετα στο νερό κοντά στην πλευρά τής βάρκας, για να την ωθεί προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pagaie από τ. Μαλαισιακού ιδιώματος] …   Dictionary of Greek

  • σαντάρδο — και σταντάρδο, το, Ν 1. κοντός στην πρύμη πλοίου ο οποίος χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας 2. (κατ επέκτ.) η σημαία τού πλοίου που είναι αναρτημένη στον κοντό αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. standard, ως επίθ. «καθιερωμένος, σταθερός», ενώ ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”